Σημαντικά υψηλότερο κίνδυνο κολπικής μαρμαρυγής, τη συνηθέστερη διαταραχή του καρδιακού ρυθμού, διατρέχουν όσοι άνθρωποι υποφέρουν από κατάθλιψη. Σύμφωνα με νέα δεδομένα που παρουσιάστηκαν στις επιστημονικές συνεδρίες της Αμερικανικής Καρδιολογικής Ένωσης (AHA) 2018, που πραγματοποιήθηκαν τον Μάρτιο στη Νέα Ορλεάνη, όσοι πάσχουν από την ψυχική νόσο ακόμα και αν ακολουθούν αγωγή για την αντιμετώπισή της έχουν 30% περισσότερες πιθανότητες να εμφανίσουν τη συγκεκριμένη μορφή αρρυθμίας.
«Η κολπική μαρμαρυγή αφορά στη γρήγορη και ανώμαλη ηλεκτρική δραστηριότητα στους κόλπους της καρδιάς, δηλαδή στους δύο άνω θαλάμους της, και στην έλλειψη συντονισμού τους με τους δύο κάτω θαλάμους της, τις κοιλίες, με συνέπεια να εμποδίζεται η αποτελεσματική μεταφορά του αίματος από τους κόλπους στις κοιλίες. Η παραμονή του αίματος στους κόλπους ενέχει τον κίνδυνο καρδιακής ανεπάρκειας και δημιουργίας θρόμβων, που ενδεχομένως να προκαλέσουν εγκεφαλικό επεισόδιο ή εμβολή σε άλλα όργανα. Τα συμπτώματα της κολπικής μαρμαρυγής συχνά περιλαμβάνουν αίσθημα άρρυθμων καρδιακών παλμών, ταχυπαλμία (οι παλμοί μπορεί να ξεπεράσουν τους 200 είτε αυτό γίνεται αντιληπτό από τον ασθενή είτε όχι), αίσθημα φτερουγίσματος στον θώρακα, δύσπνοια, ζάλη και αδυναμία», μας εξηγεί ο κ. Φώτιος Ν. Πατσουράκος, Καρδιολόγος-Αρχίατρος ε.α., Επιστημονικός Διευθυντής του Ιδιωτικού Πολυϊατρείου Ηλιούπολης. «Ο ασθενής μπορεί να υποστεί μεμονωμένα περιστατικά που σταματούν χωρίς παρέμβαση, επεισόδια που απαιτούν χορήγηση φαρμάκων ή ηλεκτρική ανάταξη ή να έχει χρόνια κολπική μαρμαρυγή, δηλαδή κάθε παρέμβαση για την ομαλοποίηση του ρυθμού της καρδιάς να έχει αποτύχει. Παρόλο που η ίδια η κολπική μαρμαρυγή δεν είναι συνήθως απειλητική για τη ζωή, είναι μια σοβαρή κατάσταση που μερικές φορές απαιτεί επείγουσα θεραπεία» συμπληρώνει.
Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία το 1-3% του πληθυσμού της Ευρώπης, πάσχει από κολπική μαρμαρυγή. Η παγκόσμια γήρανση αναμένεται να οδηγήσει σε διπλασιασμό του ποσοστού μέχρι το 2060, με συνέπεια τη σημαντική επιβάρυνση των ίδιων των ασθενών, των συστημάτων υγειονομικής περίθαλψης, αλλά και των γιατρών. Μια συνολική προσέγγιση που θα προάγει τη διαχείριση των τροποποιήσιμων παραγόντων κινδύνου θα μπορούσε να την περιορίσει.