Κατερίνα Μάτσα: Σίγουρα αλλάζει, άλλωστε η τοξικομανία είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο και από αυτήν την άποψη οι αλλαγές που έχουν γίνει στην κοινωνία επηρεάζουν και το φαινόμενο της τοξικομανίας. Τα παιδιά σήμερα δεν παίρνουν ναρκωτικά για να πεθάνουν, αλλά για να καταφέρουν να ζήσουν, να καταφέρουν να επιβιώσουν σε έναν αβίωτο κόσμο, σε μια αβίωτη πραγματικότητα. Τα παιδιά που βρίσκονται στις πιάτσες σήμερα και παίρνουν ό,τι βρουν μπροστά τους, ανακατεύουν όλες τις ουσίες και επιπλέον χρησιμοποιούν τα λεγόμενα «ναρκωτικά της κρίσης», δηλαδή ουσίες πολύ τοξικές, αλλά πολύ φθηνές, δεν είναι αντίστοιχα με τα παιδιά της δεκαετίας του ’80, για παράδειγμα. Τότε, είχαμε ένα μεγάλο κύμα τοξικομανίας στην Ελλάδα, αλλά ήταν πολύ διαφορετικό.
Εκείνα τα παιδιά -σε εκείνη τη γενιά ανήκει και ο Σιδηρόπουλος- είχαν βασικά απογοητευθεί από το τέλος της μεταπολίτευσης, το τέλος των προσδοκιών για μια πραγματική κοινωνική αλλαγή και αυτή η ματαίωση, κάποιους, τους πιο ευαίσθητους, τους έστρεψε προς τον κόσμο των ουσιών, σε μια φυγή από μια πραγματικότητα που δεν τους έκανε. Τα σημερινά παιδιά παίρνουν τις ουσίες μέσα στην απελπισία και την απόγνωση. Δεν οραματίζονται, δηλαδή, έναν άλλον κόσμο, δεν πιστεύουν σε μιαν άλλη πραγματικότητα, αλλά θέλουν απλά να ξεφύγουν από αυτή που ζουν. Αυτά τα παιδιά δεν παίρνουν ναρκωτικά για να πεθάνουν, αλλά για να καταφέρουν να ζήσουν, να καταφέρουν να επιβιώσουν σε έναν αβίωτο κόσμο, σε μια αβίωτη πραγματικότητα. Μέσα στην κίνησή τους αυτή εκφράζεται μια απελπισία που χαρακτηρίζει και την κοινωνία της μεγάλης στέρησης, της φτώχειας, της ματαίωσης, των φόβων που κυριαρχούν.
Θεωρώ ότι ένα από τα πιο ωραία συνθήματα που ακούγονται στις διαδηλώσεις είναι το «Σ’ αυτούς τους δρόμους, σ’ αυτήν την κοινωνία, η επανάσταση δεν είναι ουτοπία». Η επανάσταση, λοιπόν, θα γίνει και θα είναι διαρκής, όπως το ανέλυσε ο Leon Trotsky, μέχρι την οριστική απελευθέρωση του ανθρώπου. Η επανάσταση, έλεγε ο Saint-Just, δεν πρέπει να σταματήσει, παρά μόνο με την κατάκτηση της ευτυχίας για όλους.