Όταν ήμασταν παιδιά, η προσμονή των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς μας έκανε να ξεχειλίζουμε από χαρά και τώρα, ως ενήλικοι, παίρνουμε χάπια για να καταφέρουμε να περάσουμε άλλη μία εορταστική περίοδο. Τι έχει συμβεί; Γιατί την περίοδο των γιορτών η θλίψη μας ή τα συμπτώματα κατάθλιψης δείχνουν να εντείνονται;

Οι λόγοι ή οι αφορμές ποικίλλουν, αλλά, τις περισσότερες φορές, καταλήγουν στον ίδιο παρονομαστή: αισθανόμαστε μόνοι και αποξενωμένοι. Δεν μπορούμε να μοιραστούμε, ο καθένας για τους λόγους του, τη χαρά, την ελπίδα, την αγάπη, την αισιοδοξία που τόσο έντονα διέπουν –ή δείχνουν να διέπουν- τον υπόλοιπο κόσμο τις ημέρες αυτές. Δεν μπορούμε να λάβουμε μέρος σε αυτό το διάχυτο αίσθημα χαράς και αγάπης. Αισθανόμαστε ξένοι και μόνοι.

Συχνά, άνθρωποι που έχουν χάσει πρόσφατα αγαπημένα τους πρόσωπα ή που είναι οι ίδιοι άρρωστοι, αισθάνονται βαθύτερη θλίψη τις ημέρες αυτές των γιορτών. Άνθρωποι που δεν έχουν οικογένεια και φίλους ή που αντιμετωπίζουν σοβαρά οικονομικά προβλήματα, βιώνουν αυτές τις ημέρες της οικογενειακής θαλπωρής γύρω από ένα γεμάτο τραπέζι, της ανταλλαγής δώρων και αγκαλιασμάτων αγάπης και ζεστασιάς, σαν μία βίαιη υπενθύμιση όσων οι ίδιοι δεν έχουν ή έχουν χάσει.

Σύμφωνα με την ψυχαναλυτική θεωρία, η κατάθλιψη αποτελεί έναν παθολογικό τύπο πένθους και, αντίστροφα, το πένθος είναι το φυσιολογικό ανάλογο της κατάθλιψης. Αν και το συναίσθημα που κυριαρχεί στο πένθος θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «καταθλιπτικό», η κατάθλιψη ως διαταραχή (μείζων καταθλιπτική διαταραχή) διαφοροποιείται από το πένθος.

Το πένθος είναι μια φυσιολογική απόκριση στην απώλεια ενός προσώπου, πράγματος ή κατάστασης που είναι ψυχικά σημαντικό για το άτομο, έχει δηλαδή συναισθηματική αξία. Για αυτό και το πένθος δεν είναι κάτι που πρέπει να θεραπευθεί, να διακοπεί ή να αποφευχθεί. Αντίθετα, η κατάθλιψη χρειάζεται θεραπευτική αντιμετώπιση, καθώς οι επιπτώσεις της μπορεί να είναι ιδιαίτερα σοβαρές, έως και απειλητικές για τη ζωή του ατόμου.


 


στην βρεφική/νηπιακή ηλικία, στα στάδια τη φυσιολογικής ανάπτυξης του βρέφους και πιο συγκεκριμένα στην σχέση του παιδιού με την μητέρα. Σύμφωνα με την Melanie Klein, μία από τις διασημότερες ψυχαναλύτριες με θεμελιώδη προσφορά στην θεωρία της ψυχανάλυσης και ειδικά στην παιδική ψυχολογία, η προδιάθεση για κατάθλιψη δεν εξαρτάται από ένα ή περισσότερα τραυματικά γεγονότα ή απογοητεύσεις, αλλά κυρίως από την ποιότητα της σχέσης μητέρας-παιδιού κατά τον πρώτο χρόνο της ζωής.

Εάν αυτή η σχέση δεν είναι κοντινή και ικανοποιητική για το βρέφος, αν δηλαδή, δεν δίνει στο παιδί το συναίσθημα της εγγύτητας, της αποδοχής και της ασφάλειας, αν δεν το κάνει να αισθάνεται καλό και αγαπημένο από τη μητέρα του, τότε εκείνο δεν θα μπορέσει να ξεπεράσει την αμφιθυμία του και θα εξελιχθεί σε άτομο προδιατεθειμένο για κατάθλιψη.

 

Η έννοια της αυτοεκτίμησης είναι επίσης στενά συνυφασμένη, στην ψυχαναλυτική θεωρία, με τη γένεση της κατάθλιψης. Ο Freud μίλησε για μείωση των αισθημάτων αυτοσεβασμού σαν ένα σημαντικό σύμπτωμα της κατάθλιψης, ενώ ο Rado πρώτος αναφέρει πως το προεξάρχον γνώρισμα της κατάθλιψης είναι η πτώση της αυτοεκτίμησης. Παρατήρησε πως αυτοί που ήταν προδιατεθειμένοι στην κατάθλιψη ήταν σχεδόν απόλυτα εξαρτημένοι από άλλους στην διατήρηση της αυτοεκτίμησής τους.

Ο Fenichel αντίστοιχα, αργότερα, περιέγραψε τους καταθλιπτικούς ανθρώπους σαν «τοξικομανείς της αγάπης» που απελπισμένα χρειάζονται αυτά τα εφόδια στοργής, ανεξαρτήτως από που ή από ποιον προέρχονται. Αυτή την εξάρτηση από εξωτερικά εφόδια την ονόμασε «αρχαϊκό τύπο ρύθμισης της αυτοεκτίμησης», ανάλογη με την ανάγκη για αγάπη που παρατηρούμε στα βρέφη.

Σαν κύρια αιτία μείωσης της αυτοεκτίμησης θεωρεί την προδιάθεση που δημιουργείται όταν τα ναρκισσιστικά τραύματα συμβούν σε πολύ μικρή ηλικία, όταν ακόμα η πίστη του βρέφους πως διαθέτει κάποια αξία και ότι αξίζει να αγαπηθεί δεν έχουν ακόμα με σιγουριά εγκαθιδρυθεί μέσα του. Ο ψυχικός «τραυματισμός» του βρέφους σε αυτή την περίοδο το αφήνει γεμάτο ανάγκες, χρόνια πεινασμένο για στοργή και απαιτήσεις για αγάπη, ζεστασιά και εκτίμηση και με μια ροπή για κατάθλιψη, όταν αυτές οι απαιτήσεις δεν ικανοποιούνται.

 


 


Με την διάχυτη αυτή διάθεση αγάπης, προσφοράς και εγγύτητας μεταξύ των ανθρώπων, αυτά τα «θαμμένα» στο υποσυνείδητο συναισθήματα αναμοχλεύονται και είναι δυσκολότερο να τα αγνοήσουμε από ότι σε άλλες περιόδους του χρόνου. Αισθανόμαστε θλίψη και μελαγχολία, ίσως χωρίς να ξέρουμε γιατί.

Επιπλέον, προβλήματα άλλου τύπου, όπως η ανεργία και τα οικονομικά προβλήματα, αντίστοιχα πυροδοτούν αισθήματα απαξίωσης, χαμηλής αυτοεκτίμησης και αποξένωσης από ανθρώπους και δραστηριότητες στις οποίες δεν μπορούμε πια να συμμετέχουμε. Είναι εύκολο να αισθανθούμε ότι δεν μπορούμε πλέον να περιληφθούμε στην ομάδα των φίλων και συνεργατών μας ως «ισότιμα» μέλη που ανήκουν εκεί και που χαίρουν αγάπης και εκτίμησης, αλλά ίσως μόνο από λύπηση.

Τι μπορούμε να κάνουμε; Δεν υπάρχουν γρήγορες λύσεις για την κατάθλιψη. Είναι μία κατάσταση που χρειάζεται βοήθεια ειδικού, ανάλογα με την περίπτωση. Αν αισθάνεστε μελαγχολία ή υποφέρεται από κατάθλιψη είναι απαραίτητο να ζητήσετε τη βοήθεια ειδικού ψυχικής υγείας.

Οι υπόλοιποι, μπορούμε να σκεφτούμε συνανθρώπους μας που είναι μόνοι αυτές τις ημέρες, ηλικιωμένους συγγενείς, φίλους, συνεργάτες, γείτονες κλπ. και να προσθέσουμε μία θέση ακόμα στο φετινό γιορτινό τραπέζι.