«Φοβάσαι;» ρώτησε την εξαδέλφη του Αγγελική Τριαρίδου. «Κοίτα», της είπε, «δεν είναι κακό να φοβάσαι. Αλλά μην σταματήσεις ούτε στιγμή να βάζεις κόντρα…»
Ο γιατρός του Θεαγενείου Θανάσης Τριαρίδης είχε δημιουργήσει έναν ιδιότυπο αστικό θρύλο. Για μια δεκαετία έμοιαζε με «έναν υπερ-ήρωα της ιατρικής». Ήταν ο άνθρωπος με τη μαγνητική προσωπικότητα,την εμμονική ανιδιοτέλεια, ο άνθρωπος που ήξερε τη μυστική συνταγή για το χάπι κατά του Φόβου.
Ο Τριαρίδης ήταν καρκινοπαθής αλλά και γιατρός του Θεαγενείου. Τα πρωινά έκανε τις πιο βαριές χημειοθεραπείες, αμέσως μετά έμπαινε στα χειρουργεία να χειρουργήσει τους ασθενείς του και στη συνέχεια, πήγαινε στα εξωτερικά ιατρεία για να εξετάσει εκατοντάδες αρρώστους που τον περίμεναν. Ειδικά αυτόν.
Για να μην αφήσει κανέναν χωρίς εξέταση, έβαζε εθελοντικά εξωτερικά ιατρεία το απόγευμα μέχρι αργά το βράδυ.
Ενώ, λόγω της αρρώστιας του, μπορούσε να πάρει ατέλειωτες άδειες, αυτός πολλαπλασίασε τις ώρες της δουλειάς του.
Όσοι ακούγανε τη φήμη υπέθεταν πως είναι ψέματα, πως είναι μια υπερβολή: Δεν μπορεί, έλεγαν, να υπάρχει κάποιος άνθρωπος που αντέχει αυτό το πρόγραμμα μετά από μια χημειοθεραπεία. Κι έπειτα μια δεύτερη πληροφορία διασταύρωνε την πρώτη φήμη και μια τρίτη την επικύρωνε.
Ο Θανάσης αναποδογύριζε τους νόμους της λογικής, δίνοντας σε όλους μας, στους καιρούς της παροντικής μικροψυχίας, ένα σπάνιο υπόδειγμα δοτικότητας, αλληλεγγύης και προσφοράς. Και όλα αυτά δίχως να διανοηθεί ποτέ να ζητήσει οποιοδήποτε αντάλλαγμα ή να το εξαργυρώσει με άλλον τρόπο.
Ακόμη και όταν του φέρνανε διάφορα δώρα ευγνωμοσύνης (τρόφιμα ή κρασιά), εκείνος τα μοίραζε γελώντας στις νοσηλεύτριες ή τα έδινε σε άλλους ασθενείς που είχαν ανάγκη.